απονύχτερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απονύχτερος < απο- + αρχαία ελληνική νύκτερος
Επίθετο[επεξεργασία]
απονύχτερος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απονύχτερα
- απονυχτερεύω
- απονύχτερο
- → δείτε τις λέξεις από και νύχτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απονύχτερος
|