αποξηραίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποξηραίνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποξηραίνω < αρχαία ελληνική ἀποξηραίνω < ἀπό + ξηραίνω < ξηρός

αποξηραίνω (παθητική φωνή: αποξηραίνομαι)

  1. κάνω κάτι ξηρό, το ξηραίνω, αφαιρώντας το νερό που έχει
    άλλες μορφές: αποξεραίνω, ξηραίνω
  2. (ειδικότερα) αποστραγγίζω (έλος, λίμνη κ.λπ.)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]