απορροή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απορροή | οι | απορροές |
γενική | της | απορροής | των | απορροών |
αιτιατική | την | απορροή | τις | απορροές |
κλητική | απορροή | απορροές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απορροή < αρχαία ελληνική ἀπορροή < ἀπορρέω (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική écoulement)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απορροή θηλυκό
- το να απορρέει κάτι, να ρέει προς τα έξω
- (σπάνιο) απόρροια
- (γεωλογία) η προς τα κάτω κίνηση των υδάτων μέσα στο έδαφος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)