αποσιωπητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αποσιωπητικά | ||
γενική | των | αποσιωπητικών | ||
αιτιατική | τα | αποσιωπητικά | ||
κλητική | αποσιωπητικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποσιωπητικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- σημείο στίξης που αποτελείται από τρεις τελείες (… ή ...) και με το οποίο δηλώνουμε ότι θέλουμε να αποσιωπήσουμε κάτι ή εκφράζουμε τον έκπληξη, τον θαυμασμό, την απορία μας κ.λπ.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσιωπητικά