αποστασίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστασίλα οι αποστασίλες
      γενική της αποστασίλας
    αιτιατική την αποστασίλα τις αποστασίλες
     κλητική αποστασίλα αποστασίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποστασίλα < αποσταίνω + -ίλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποστασίλα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]