αποστειρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποστειρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποστειρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
αποστειρωμένος, -η, -ο
- που έχει αποστειρωθεί, απολυμανθεί από βακτήρια ή γενικά μικροοργανισμούς
- με τη μεταφορική έννοια, εκείνος που δείχνει σχεδόν τέλειος, που κάνει το σωστό και υγιεινό, αλλά που στερείται της ζωντάνιας και των συναισθηματικών στοιχείων της ανθρώπινης επαφής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποστειρωμένος
|