αποτίναξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποτίναξη | οι | αποτινάξεις |
γενική | της | αποτίναξης* | των | αποτινάξεων |
αιτιατική | την | αποτίναξη | τις | αποτινάξεις |
κλητική | αποτίναξη | αποτινάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποτινάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποτίναξη < αποτινάσσω / αποτινάζω + -ση
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.poˈti.na.ksi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποτίναξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποτινάσσω / αποτινάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποτινάσσω και τινάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποτίναξη