αποτείνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποτείνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποτείνω[1] < ἀπό + τείνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.poˈti.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τεί‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
αποτείνω (παθητική φωνή: αποτείνομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποτεινόμενος
- → δείτε τις λέξεις από και τείνω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτείνω | απέτεινα | θα αποτείνω | να αποτείνω | αποτείνοντας | |
β' ενικ. | αποτείνεις | απέτεινες | θα αποτείνεις | να αποτείνεις | απότεινε | |
γ' ενικ. | αποτείνει | απέτεινε | θα αποτείνει | να αποτείνει | ||
α' πληθ. | αποτείνουμε | αποτείναμε | θα αποτείνουμε | να αποτείνουμε | ||
β' πληθ. | αποτείνετε | αποτείνατε | θα αποτείνετε | να αποτείνετε | αποτείνετε | |
γ' πληθ. | αποτείνουν(ε) | απέτειναν αποτείναν(ε) |
θα αποτείνουν(ε) | να αποτείνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέτεινα | θα αποτείνω | να αποτείνω | αποτείνει | ||
β' ενικ. | απέτεινες | θα αποτείνεις | να αποτείνεις | απότεινε | ||
γ' ενικ. | απέτεινε | θα αποτείνει | να αποτείνει | |||
α' πληθ. | αποτείναμε | θα αποτείνουμε | να αποτείνουμε | |||
β' πληθ. | αποτείνατε | θα αποτείνετε | να αποτείνετε | αποτείντε | ||
γ' πληθ. | απέτειναν αποτείναν(ε) |
θα αποτείνουν(ε) | να αποτείνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποτείνει | είχα αποτείνει | θα έχω αποτείνει | να έχω αποτείνει | ||
β' ενικ. | έχεις αποτείνει | είχες αποτείνει | θα έχεις αποτείνει | να έχεις αποτείνει | ||
γ' ενικ. | έχει αποτείνει | είχε αποτείνει | θα έχει αποτείνει | να έχει αποτείνει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτείνει | είχαμε αποτείνει | θα έχουμε αποτείνει | να έχουμε αποτείνει | ||
β' πληθ. | έχετε αποτείνει | είχατε αποτείνει | θα έχετε αποτείνει | να έχετε αποτείνει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτείνει | είχαν αποτείνει | θα έχουν αποτείνει | να έχουν αποτείνει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αποτείνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας