αποτελεσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποτελεσμένος < (καθαρεύουσα) αποτετελεσμένος < αρχαία ελληνική ἀποτετελεσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀποτελῶ
Μετοχή
[επεξεργασία]αποτελεσμένος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αποτέλεσμα, αποτελώ και τέλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποτελεσμένος
|