απουσιολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απουσιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- μαθητής που του έχουν αναθέσει να καταγράφει τους συμμαθητές του που απουσιάζουν
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- εθιμικά ο απουσιολόγος είναι ο καλύτερος μαθητής του προηγούμενου έτους οπότε αναφέρεται ταυτόχρονα και στον καλύτερο μαθητή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απουσιολόγος
|