αποφάγι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αποφάγι | τα | αποφάγια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αποφάγι | τα | αποφάγια |
κλητική | αποφάγι | αποφάγια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποφάγι < μεσαιωνική ελληνική αποφάγι(ν) < αποφαγείν < αρχαία ελληνική ἀπέφαγον, αόριστος του ἀπεσθίω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.poˈfa.ʝi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποφάγι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) ό,τι τρώγεται μετά από το κυρίως γεύμα (γλυκό, φρούτο κ.λπ.)
- (συνήθως στον πληθυντικό: αποφάγια) τα υπολείμματα φαγητού μετά από κάποιο γεύμα
- ≈ συνώνυμα: απομεινάρι(α)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποφάγι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)