αποφυλακιστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποφυλακιστήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αποφυλακιστήριος < αποφυλακίζω + -τήριος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποφυλακιστήριο ουδέτερο
- επίσημο έγγραφο που βεβαιώνει την αποφυλάκιση πρώην φυλακισμένου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποφυλακιστήριο