αποφόρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αποφόρι | τα | αποφόρια |
γενική | του | αποφοριού | των | αποφοριών |
αιτιατική | το | αποφόρι | τα | αποφόρια |
κλητική | αποφόρι | αποφόρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποφόρι ουδέτερο
- ρούχο, συνήθως παλιό και φθαρμένο, που δεν το φοράμε πια
- Δηλαδή να δίνουμε ένα πιάτο φαγητό στον άνεργο γείτονα, να μοιράζουμε αποφόρια, να βρισκόμαστε γενικώς σε εγρήγορση καλοσύνης και στο τέλος να ξεχάσουμε ότι η κατάντια είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών. (*)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποφόρι