αποχλωρίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποχλωρίωση | οι | αποχλωριώσεις |
γενική | της | αποχλωρίωσης* | των | αποχλωριώσεων |
αιτιατική | την | αποχλωρίωση | τις | αποχλωριώσεις |
κλητική | αποχλωρίωση | αποχλωριώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποχλωριώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποχλωρίωση < αποχλωριώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποχλωρίωση θηλυκό
- η διεργασία και το αποτέλεσμα του αποχλωριώνω
- (χημεία) η με χημική αντίδραση, καταλυτική διεργασία, αφαίρεσης ατόμου χλωρίου, από μία χημική ένωση
- αποχλωρίωση νερού
- η αντίθετη διεργασία της χλωρίωσης
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποχλωρίωση
|