απρομήθευτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απρομήθευτα < απρομήθευτος +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

απρομήθευτα

  1. (σπάνιο) χωρίς προμήθειες
  2. (σπάνιο) (οικονομία) χωρίς (οικονομική ή εμπορική) προμήθεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]