απόβλητο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόβλητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο απόβλητος < αποβάλλω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpo.vli.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐βλη‐το
- ομόηχο: απόβλιττο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόβλητο ουδέτερο
- (συχνότερα στον πληθυντικό) οποιοδήποτε αντικείμενο ή ουσία είναι ανεπιθύμητο, περιττό ή άχρηστο ή επικίνδυνο και απομακρύνεται ως τέτοιο από το περιβάλλον στο οποίο αρχικά παράχθηκε
- ↪ τα στερεά και υγρά απόβλητα της βιομηχανικής επεξεργασίας δεν πρέπει να αποβάλλονται ανεξέλεγκτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
απόβλητο