απόγαιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόγαιο τα απόγαια
      γενική του απογαίου των απογαίων
    αιτιατική το απόγαιο τα απόγαια
     κλητική απόγαιο απόγαια
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απόγαιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπόγαιον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἀπόγαιος < αρχαία ελληνική ἀπόγειος < ἀπό + (γῆ) γαι- + -ον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈpo.ʝe.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐γαι‐ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

απόγαιο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]