απόλαψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόλαψη < απόλαυση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόλαψη θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του απόλαυση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόλαψη
|