απόπασχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόπασχα < μεσαιωνική ελληνική ἀπόπασχα < από- + Πάσχα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpo.pa.sxa/
Επίρρημα[επεξεργασία]
απόπασχα