απόφραξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόφραξη | οι | αποφράξεις |
γενική | της | απόφραξης* | των | αποφράξεων |
αιτιατική | την | απόφραξη | τις | αποφράξεις |
κλητική | απόφραξη | αποφράξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποφράξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απόφραξη < αρχαία ελληνική ἀπόφραξις < ἀποφράσσω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απόφραξη θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αποφράζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- στην ιατρική η σημασία είναι πάντα αυτή του φραξίματος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βούλωμα
ξεβούλωμα