απόψυξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόψυξη | οι | αποψύξεις |
γενική | της | απόψυξης* | των | αποψύξεων |
αιτιατική | την | απόψυξη | τις | αποψύξεις |
κλητική | απόψυξη | αποψύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποψύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόψυξη < αποψύχω, απο-ψυκ- + -σις > -ξις > -ξη, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décongelation και από την αγγλική defrosting. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀπόψυξις (πάγωμα). [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpo.psi.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐ψυ‐ξη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόψυξη θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποψύχω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποψυκτήριο
- αποψυκτικός
- αποψύχω
- → δείτε και τις λέξεις ψύξη και ψύχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόψυξη
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ απόψυξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα από- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ξη (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)