από καταβολής κόσμου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]από καταβολής κόσμου
- (κυριολεκτικά) από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος
- πάντα, ανέκαθεν από παμπάλαιες εποχές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] από καταβολής κόσμου
|