απύρηνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απύρηνος | η | απύρηνη | το | απύρηνο |
γενική | του | απύρηνου | της | απύρηνης | του | απύρηνου |
αιτιατική | τον | απύρηνο | την | απύρηνη | το | απύρηνο |
κλητική | απύρηνε | απύρηνη | απύρηνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απύρηνοι | οι | απύρηνες | τα | απύρηνα |
γενική | των | απύρηνων | των | απύρηνων | των | απύρηνων |
αιτιατική | τους | απύρηνους | τις | απύρηνες | τα | απύρηνα |
κλητική | απύρηνοι | απύρηνες | απύρηνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απύρηνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπύρηνος. Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + πυρήν(ας) + -ος
Επίθετο[επεξεργασία]
απύρηνος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)