αράπακλας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αράπακλας | οι | αράπακλες |
γενική | του | αράπακλα | των | αράπακλων |
αιτιατική | τον | αράπακλα | τους | αράπακλες |
κλητική | αράπακλα | αράπακλες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αράπακλας < αράπ(ης) + μεγεθυντικό επίθημα -ακλας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αράπακλας αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αράπης
αράπακλας
|