αρβανίτικο κεφάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρβανίτικο κεφάλι < → δείτε τις λέξεις αρβανίτικο και κεφάλι
Έκφραση[επεξεργασία]
αρβανίτικο κεφάλι
- που δεν αλλάζει γνώμη (ή απόφαση) κι επιμένει πεισματικά σε αυτή, ξεροκέφαλος/ξεροκέφαλη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρβανίτικο κεφάλι
|