αργολιθοδομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αργολιθοδομή < αργός (=ανεπεξέργαστος) + -ο- + λιθοδομή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.ɣo.li.θo.ðoˈmi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αργολιθοδομή θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) τοιχοποιία κατασκευασμένη με ακατέργαστες ή ημιεπεξεργασμένες πέτρες, συνδεμένες με κονίαμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αργολιθοδομή