αρθρεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρθρεκτομή < άρθρωση + εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρθρεκτομή θηλυκό
- αφαίρεση πασχόντων τμημάτων των αρθρώσεων με εγχείρηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρθρεκτομή
|