αριστερόχειρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αριστερόχειρας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀριστερόχειρ[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɾi.steˈɾo.çi.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρι‐στε‐ρό‐χει‐ρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αριστερόχειρας αρσενικό
- το άτομο που χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι για την εκτέλεση κινήσεων που απαιτούν ακρίβεια, όπως η γραφή
- ↪ δεν μπορώ να χειριστώ εύκολα το ανοιχτήρι γιατί είμαι αριστερόχειρας
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αριστερόχειρας
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αριστερόχειρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)