αρκουδιάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρκουδιάρα < αρκουδιάρ(ης) + -α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρκουδιάρα θηλυκό
- (σπάνιο) θηλυκό του αρκουδιάρης, άλλη μορφή του αρκουδιάρισσα
- (μεταφορικά) άξεστη γυναίκα
- (μεταφορικά) πανάσχημη γυναίκα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αρκούδα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αρκουδιάρης
αρκουδιάρα
|