αρμανοφωνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρμανοφωνία | ||
γενική | της | αρμανοφωνίας | ||
αιτιατική | την | αρμανοφωνία | ||
κλητική | αρμανοφωνία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμανοφωνία < αρμάν(ικος), αρμάν(ικα) + -ο- + -φωνία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.ma.no.foˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐μα‐νο‐φω‐νί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμανοφωνία θηλυκό
- (νεολογισμός, λόγιο) συνώνυμο του βλαχοφωνία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμανοφωνία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φωνία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)