αρμυρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αρμυρά
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του αλμυρά
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αρμυρά | ||
γενική | των | αρμυρών | ||
αιτιατική | τα | αρμυρά | ||
κλητική | αρμυρά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμυρά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- άλλη μορφή του αλμυρά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αρμυρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρμυρό
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)