αρμυρόπικρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμυρόπικρος < αλμυρόπικρος με τροπή < αλμυρός + -ό- + πικρός
Επίθετο[επεξεργασία]
αρμυρόπικρος
- (ιδιωματικό) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που είναι ταυτόχρονα αλμυρός και πικρός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμυρόπικρος
|