αρπακολλατζίδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρπακολλατζίδικος < αρπακολλατζής + -ίδικος < αρπακόλλα
Επίθετο[επεξεργασία]
αρπακολλατζίδικος
- (αργκό) (λαϊκότροπο) βιαστικός, τσαπατσούλικος και άτεχνος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αρπακόλλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρπακολλατζίδικος
|