αρχέγονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχέγονος < (ελληνιστική κοινή) ἀρχέγονος < ἀρχή + -γονος (< γίγνομαι)
Επίθετο[επεξεργασία]
αρχέγονος, -η, -ο
- που δημιουργήθηκε πάρα πολύ παλιά, πανάρχαιος
- Οι ρίζες της βεντέτας βρίσκονται στην αρχέγονη εποχή και τις πρωτόγονες κοινότητες (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 21 Οκτ. 2009)
- που βρίσκεται στην πρώτη φάση της εξέλιξής του
- ο αρχέγονος χριστιανισμός