αρχαιοκλόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.çe.oˈklo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χαι‐ο‐κλό‐πος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχαιοκλόπος αρσενικό ή θηλυκό
- που κλέβει ή εμπορεύεται παράνομα / λαθραία αρχαιότητες ή έργα αρχαίας τέχνης ή δεν δηλώνει στην αρχαιολογική υπηρεσία όσα τέτοια βρίσκει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχαιοκλόπος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αρχαιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κλόπος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)