αρχαιοπώλισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχαιοπώλισσα < αρχαιοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχαιοπώλισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του αρχαιοπώλης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχαιοπώλισσα
|