αρχειοθήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχειοθήκη οι αρχειοθήκες
      γενική της αρχειοθήκης των αρχειοθηκών
    αιτιατική την αρχειοθήκη τις αρχειοθήκες
     κλητική αρχειοθήκη αρχειοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρχειοθήκη < αρχείο + θήκη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρχειοθήκη θηλυκό

  • ερμάρι όπου φυλάγονται τα έγγραφα αρχείου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]