αρχειοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρχειοθήκη θηλυκό
- ερμάρι όπου φυλάγονται τα έγγραφα αρχείου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρχειοθήκη