αρχικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]αρχικά < αρχικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]αρχικά
- στην αρχή
- αρχικά δεν τον συμπαθούσα, αργότερα όμως άλλαξα γνώμη
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρχικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αρχικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρχικό