ασβέστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ασβέστης | οι | ασβέστες |
γενική | του | ασβέστη | των | ασβεστών |
αιτιατική | τον | ασβέστη | τους | ασβέστες |
κλητική | ασβέστη | ασβέστες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασβέστης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀσβέστης < ἀσβέστιν[1] < αρχαία ελληνική ἄσβεστος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈzve.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σβέ‐στης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασβέστης αρσενικό και λόγιο άσβεστος
- (οικοδομική) υλικό λευκού χρώματος που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό ή για βάψιμο και απολύμανση επιφανειών (τοίχων, πεζοδρομίων)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ψευδόφιλες λέξεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ασβέστης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικοδομική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)