ασθματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασθματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ασθματικός
- ο σχετικός με το άσθμα
- ο άρρωστος από άσθμα
- είμαι ασθματικός και μερικές φορές δεν μπορώ να αναπνεύσω καλά