ασιτία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασιτία | οι | ασιτίες |
γενική | της | ασιτίας | των | ασιτιών |
αιτιατική | την | ασιτία | τις | ασιτίες |
κλητική | ασιτία | ασιτίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασιτία < αρχαία ελληνική ἀσιτία < ἀ- + σῖτος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασιτία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σίτος