ασκέρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈsceɾ.ʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σκέ‐ρια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ασκέρια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ασκέρι