ασκορδούλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασκορδούλακας αρσενικό, πληθυντικός ασκορδούλακες ή ασκορδουλάκοι
- (φυτό) (κρητικά) (ιδιωματικό): ο βολβός, ο υπόγειος βλαστός του φυτού muscari comosum, γνωστός από την αρχαιότητα, από τον οποίο παρασκευάζονται τουρσιά και σχετικές σαλάτες, ιδιαίτερα στην Κρήτη.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι μοιάζει με σκόρδο που βρίσκεται μέσα σε λάκκο που πρέπει να σκάψεις για να το συλλέξεις.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασκορδούλακας
|