ασορτί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασορτί < (λόγιο δάνειο) γαλλική assorti[1] (αρσενικό της μετοχής αορίστου του ρήματος assortir)
Επίθετο[επεξεργασία]
ασορτί άκλιτο
- πρέπει να φορέσεις ασορτί μπλουζάκι
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασορτί
- το καπέλο της πάει ασορτί με το μπλουζάκι
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Δεν χρησιμοποιείται όταν πρόκειται για ταιριαστά πρόσωπα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ ασορτί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας