ασουρές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασουρές οι ασουρέδες
      γενική του ασουρέ των ασουρέδων
    αιτιατική τον ασουρέ τους ασουρέδες
     κλητική ασουρέ ασουρέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασουρές < τουρκική aşure < αραβική عاشوراء (ʿāšūrāʾ) (δέκατος, δέκατη μέρα) (η δέκατη μέρα του πρώτου ισλαμικού μήνα Muharram)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασουρές αρσενικό ή ασουρέ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]