ασπαρτάμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασπαρτάμη οι ασπαρτάμες
      γενική της ασπαρτάμης των ασπαρταμών
    αιτιατική την ασπαρτάμη τις ασπαρτάμες
     κλητική ασπαρτάμη ασπαρτάμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασπαρτάμη < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.spaɾˈta.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σπαρ‐τά‐μη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ασπαρτάμη θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]