ασπεργκερικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασπεργκερικός < Άσπεργκερ (Asperger) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ασπεργκερικός, -ή, -ό
- (ψυχιατρική) αυτός που παρουσιάζει συμπτώματα του συνδρόμου Άσπεργκερ
- ασπεργκερικός ασθενής
- → χρειάζεται παράθεμα