ασπροπάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ασπροπάρι | τα | ασπροπάρια |
γενική | του | ασπροπαριού | των | ασπροπαριών |
αιτιατική | το | ασπροπάρι | τα | ασπροπάρια |
κλητική | ασπροπάρι | ασπροπάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασπροπάρι < *ασπογυπάρι < ελληνιστική κοινή ἄσπρος + αρχαία ελληνική γυπάριον, υποκοριστικό του γύψ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασπροπάρι ουδέτερο
- (πτηνό) ο ασπροπάρης, είδος γύπα (επιστημονική ονομασία: Neophron percnopterus)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασπροπάρι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)