ασπρόμαυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ασπρόμαυρος
- ο συνδυασμός λευκού και μαύρου:
- στην 7η τέχνη, το ασπρόμαυρο σινεμά, ο παλιός κινηματογράφος ή σύγχρονες ταινίες που δεν χρησιμοποιούν το χρώμα
- στη φωτογραφική τέχνη
- στο ντύσιμο
- μονοκόμματος, χωρίς μεσαίες αποχρώσεις του γκρι
- Η ζωή δεν είναι ασπρόμαυρη