αστεγής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αστεγής | η | αστεγής | το | αστεγές |
γενική | του | αστεγούς* | της | αστεγούς | του | αστεγούς |
αιτιατική | τον | αστεγή | την | αστεγή | το | αστεγές |
κλητική | αστεγή(ς) | αστεγής | αστεγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αστεγείς | οι | αστεγείς | τα | αστεγή |
γενική | των | αστεγών | των | αστεγών | των | αστεγών |
αιτιατική | τους | αστεγείς | τις | αστεγείς | τα | αστεγή |
κλητική | αστεγείς | αστεγείς | αστεγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστεγής < μεσαιωνική ελληνική ἀστεγής[1] < αρχαία ελληνική στέγη
Επίθετο
[επεξεργασία]αστεγής, -ής, -ές
- (λόγιο, αρχιτεκτονική) που δεν έχει στέγη
- ※ Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό µίας αγροικίας, η αυλή, στην περίπτωση που έχουµε να κάνουµε µε αγροικία του Α ή του Β τύπου, είναι βασικό συστατικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής της αγροικίας. Είναι εσωτερική, περιβαλλόµενη από δωµάτια που σχηµατίζουν κλειστά σύνολα. Το δάπεδό της συνήθως διαµορφώνεται από πατηµένο χώµα και µπορεί να είναι εντελώς αστεγής ή εν µέρει στεγασµένη. (Σταύρος Δημακόπουλος, Αγροικίες κλασικής και ελληνιστικής εποχής στην Αττική (διδακτoρική διατριβή), σελ. 230)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστεγής
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αστεγής - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)